- βιομήχανοι
- βιομήχανοςclever at getting a livingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
δούμα — Η πρώτη ρωσική αντιπροσωπευτική βουλή, που προέκυψε έπειτα από παραχώρηση του τσάρου Νικολάου Β’, μετά την επανάσταση του 1905. Η δ., που συνιστούσε την κάτω βουλή, λειτουργούσε παράλληλα με την άνω βουλή, που ονομαζόταν Αυτοκρατορικό Συμβούλιο.… … Dictionary of Greek
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Λουσάκα — (Lusaka). Πόλη (1.317.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ζάμπια. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.280 μ., σε κεντρικό σημείο στο βόρειο τμήμα των υψιπέδων του ποταμού Kαφούε. Το 1931 ορίστηκε πρωτεύουσα του βρετανικού προτεκτοράτου της Βόρειας… … Dictionary of Greek
Μονγκολφιέ, αδελφοί — (Montgolfier, εξελληνισμένο Μογγολφιέροι)· Ζοζέφ – Μισέλ (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1740 – Μπαλαρίκ λε Μπεν 1810)· Ζακ – Ετιέν (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1745 – Σεριέρ 1799). Γάλλοι βιομήχανοι, εφευρέτες του αερόστατου με θερμό αέρα, το οποίο από της… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek